- μωροβλάπτης
- μωρο-βλάπτης, ου, ὁ,A pestilent fool, Anon. in Script.Physiogn. ii p.126 Foerster.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μωροβλάπτης — μωροβλάπτης, ὁ (ΑΜ) μωρός που επιφέρει βλάβες, φθοροποιός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός ) + βλάπτω] … Dictionary of Greek